- μαψίδιος
- μαψίδιος, -ον και μαψίδιος, -η, -ον (Α)1. μάταιος, ψευδής («τὸ δ'ἐμὸν ὄνομα μαψίδιον... ἔχει φάτιν», Ευρ.)2. ανωφελής, μηδαμινός, ασήμαντος.επίρρ...μαψιδίωςανόητα, απερίσκεπτα, άσκοπα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάψ (II) + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. λαθρ-ίδιος)].
Dictionary of Greek. 2013.